- υπέροχος
- η , ο [ος , ον ] прекрасный, превосходный;замечательный, чудесный, великолепный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ὑπέροχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροχος — prominent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέροχος — η, ο / ὑπέροχος, ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, ον, Α [ὑπερέχω] αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ. δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη»,… … Dictionary of Greek
υπέροχος — η, ο επίρρ. α αυτός που υπερέχει, έξοχος, εξαίσιος, εξαιρετικός: Υπέροχο θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπεροχώτατον — ὑπέροχος prominent masc acc superl sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπείροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg (epic ionic) ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροχον — ὑπέροχος prominent masc/fem acc sg ὑπέροχος prominent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπειρόχου — ὑπέροχος prominent masc/fem/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπειρόχους — ὑπέροχος prominent masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεροχωτάτους — ὑπέροχος prominent masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπερόχου — Ὑπέροχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)